συνειρμός παραστάσεων

συνειρμός παραστάσεων
Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις (συνάφεια, ομοιότητα, αντίθεση). Π.χ. ένας συνειρμός αντίθεσης υπάρχει όταν κοιτάζοντας τον ωραίο σημερινό ήλιο σκεπτόμαστε τη χθεσινή κακοκαιρία· ένας συνειρμός συνάφειας μπορεί να αντιπροσωπευθεί από το ζεύγος πρωί-βράδυ κλπ. Φαινόμενο που στον άνθρωπο προσδιορίζει το αίσθημα της συνέχειας του μέσα στο χρόνο (διαφορετικά δεν θα μπορούσε να συνδέσει το παρελθόν του με το παρόν του), ο σ. αποσαφηνίζει τη φύση πολλών ψυχικών λειτουργιών, όπως η μνήμη, η φαντασία, οι συνήθειες, τα εξαρτημένα ανακλαστικά, η ίδια συναισθηματική ζωή και πολλά φαινόμενα κοινωνικής ψυχολογίας. Από το άλλο μέρος, επειδή ο σ. μπορεί να συνδέει συνειδητά και ασυνείδητα περιεχόμενα της ψυχικής ζωής, επιτρέπει τη συστηματική εξερεύνηση του ατομικού υποσυνείδητου. Κι αυτό συμβαίνει στη θεραπεία διάφορων ψυχικών παθήσεων, με την ψυχαναλυτική τεχνική των ελεύθερων σ. και τις αναλύσεις των ονείρων. Με τη διαδικασία του σ. ασχολήθηκαν οι φιλόσοφοι από την εποχή του Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα τον περιέγραψαν ο Μαλμπράνς, ο Χιουμ και όλη η εμπειριοκρατική φιλοσοφία της γνώσης. Διάφορα αντικείμενα από την ατομική πείρα μπορούν να προκαλέσουν διάφορες εικόνες ανάλογα με τους καθορισμένους κανόνες που διέπουν τον συνειρμό παραστάσεων. Με την απεικόνιση μιας καράφας κόκκινου κρασιού ο σχεδιαστής συσχέτισε εκείνη του σταφυλιού, του ποτηριού, της κανάτας και της καράφας του άσπρου κρασιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνειρμός — ὁ, ΝΑ [συνείρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνείρω, σύναψη, συνάφεια 2. (για λέξεις) λογική συνάρτηση, αλληλουχία νεοελλ. 1. (φιλοσ. ψυχολ.) α) (κατά την κλασική αντίληψη) i) η επαναγωγή ή ανάπλαση στη συνείδηση τού ανθρώπου, από μια… …   Dictionary of Greek

  • συνειρμός — ο 1. (ψυχολ.), σύνδεση των παραστάσεων στη συνείδησή μας έτσι που, μόλις ανακληθεί στην επιφάνεια της συνείδησής μας η μία από αυτές, να ανασύρονται και οι άλλες: Η αντίθεση δύο παραστάσεων, σύμφωνα με τους νόμους του συνειρμού, διευκολύνει την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • συνειρμισμός — ο, Ν (φιλοσ. ψυχολ.) σύστημα που ερμηνεύει όλες τις νοητικές λειτουργίες και το σύνολο τής πνευματικής ζωής με τον συνειρμό παραστάσεων, ιδεών, εμπειριών, που επιτελείται βάσει ορισμένων νόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνειρμός + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”